Ο χειρότερος μου φόβος είναι μην ξεχάσω την εικόνα σου, μην ξεχάσω τη χροιά της φωνής σου, τη θέρμη της αγκαλιάς σου.
Ο χειρότερος μου φόβος πλέον είναι μην χάσω κάποια από τα δάκρυα για σένα, μην ξεχάσω, μην σταματήσω να σε αγαπώ.
Ο χειρότερος μου φόβος είναι μην σταματήσεις να υπάρχεις μέσα μου, μέσα στη καρδιά μου, στην ψυχή μου, μην σταματήσει να χαιδεύει η φωνή σου το μυαλό μου.
Μην σταματήσουν οι αναμνήσεις να γρατζουνάνε το μέσα μου μην σταματήσω να ματώνω στη σκέψη σου.
Ο χειρότερος μου φόβος είναι μην χαθείς.
Ένα παλιό, κιτρινισμένο πλέον, χαρτί με αυτά τα λόγια βρισκότανμέσα στο πορτοφόλι της. Κάθε 19 του μήνα το έβγαζε, το διάβαζε και το ξανα έβαζε στη θέση του. Ευλαβικά, με αργές κινήσεις το ξέθαβε από τη κρυψώνα του, το ξεδίπλωνε αργά και προσεχτικά για να μην σκίσει το ταλαιπωρημένο χαρτί. Το ακουμπούσε στο άγριο ξύλο του τραπεζιού και με το χέρι της το ίσιωνε. Προσεκτικά. Διάβαζε μία μία τις λέξεις και πότιζε το χαρτί με τα δάκρυα της. Κάθε λέξη χαραζόταν στο δέρμα της και οι πόροι, τις απορροφούσαν σαν να ήταν μελάνι, μέχρι να κυλήσουν στις φλέβες της και να καταλήξουν στην καρδιά της. Έπειτα το δίπλωνε και πάλι προσεκτικά και το έκλεινε μέσα στο πορτοφόλι της. Το ίδιο και το ίδιο κάθε φορά. Την ίδια ώρα, κοιτώντας τη δύση του ηλιου. Σκεφτόμενη εκείνη τη μέρα. Κάθε μήνα το ίδιο. Για πάντα. Το ήξερε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου