
Σε μία λευκή κόλλα χαρτί φυλακίζω τις σκέψεις μου, τα συναισθήματα μου, τις αναμνήσεις μου, τις ανάγκες μου... τον εαυτό μου.
Κοιτάζω με βουρκωμένα μάτια και μία ματωμένη ψυχή την λευκή μου κόλλα και προσπαθώ να μην την λεκιάσω, να μην αφήσω πάνω της σημάδια που θα αποδεικνύουν και θα φανερώνουν όλα όσα ένιωσα κοιτάζοντας την.
Εσύ γιατί την λέκιασες? Εσύ γιατί ήσουν απρόσεκτος? Εσύ γιατί την τσαλάκωσες -την δικιά μου λευκή κόλλα- και την πέταξες σε μία γωνία του γραφείου σου σαν να ήτανε σκουπίδι?
Θέλω πίσω την λευκή μου κόλλα ατσαλάκωτη, αλέκιαστη, λευκή!