Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Άσε με να χαθώ μέσα στην αγκαλιά σου


Τύλιξε με μέσα στα δυο τεράστια χέρια σου. Άσε τα δάχτυλα σου να ακουμπήσουν πάνω στο δέρμα μου, άσε με να αισθανθώ το άγγιγμα σου σε κάθε χιλιοστό της επιδερμίδας μου και το άρωμα σου να γίνει ένα με το δικό μου.

Τύλιξε με μέσα στην αγκαλιά σου και άσε το στήθος μου να ακουμπήσει πάνω στο δικό σου, οι ρυθμικές κινήσεις τους από τις ανάσες και τους χτύπους να γίνουν ένα. Για μερικά δευτερόλεπτα η ανάγκη για ζωή –η δική σου και η δική μου- να συγχρονιστεί και να ζούμε παράλληλα.

Τύλιξε με μέσα στην αγκαλιά σου και άσε με να νιώσω ασφάλεια. άσε με να αισθανθώ πως είμαι μικροσκοπική και εσύ γιγάντιος και πως μπορείς να αποκρούσεις κάθε χτύπημα. Άσε με να αισθανθώ πως τα χέρια σου είναι φτερά και πως όσο με κρατάς μπορούμε να πετάξουμε μακριά από αυτόν τον κόσμο.

Άσε με να χαθώ μέσα στην αγκαλιά σου...




Προκλήσεις....


Προκλήσεις καθημερινές, προκλήσεις μικρές, προκλήσεις ασήμαντες που όμως την έκαναν να βαριανασαίνει, να αισθάνεται τους παλμούς της καρδιάς της να ανεβαίνουν και τον μικρό κόμπο στο στομάχι της να γίνεται όλο και πιο μεγάλος.

Καθόταν στην μεγάλη, χουχουλιάρικη, μαύρη πολυθρόνα στην γωνία του σαλονιού της. Το δάχτυλό της έπαιζε νωχελικά με τις μικρές σταγόνες που κυλούσαν πάνω στο ποτήρι με το λιγοστό whisky που είχε απομείνει στον πάτο του. Το βλέμμα της ακολουθούσε τις πλεξούδες που δημιουργούσε ο καπνός του τσιγάρου της καθώς καιγόταν στο τασάκι. Σκέψεις….καμία. Ήταν λες και είχε παγώσει ο χρόνος σε εκείνο το δευτερόλεπτο. Κοιτούσε τον καπνό, έπαιζε με τις σταγόνες και δεν ανέπνεε.

Αισθανόταν.

Δεν ανέπνεε.

Όταν ο καπνός διαλύθηκε και οι σταγόνες εξατμίστηκαν μαζί με την τελευταία γουλιά από το παγωμένο malt whisky, πήρε κουράγιο. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις, σαν να προσπαθούσε να αισθανθεί κάθε μυ του σώματος της την στιγμή που ενεργοποιούταν. Στάθηκε όρθια μπροστά από την πολυθρόνα η οποία την φιλοξενούσε και την προστάτευε μερικές στιγμές νωρίτερα, πήρε μια βαθιά ανάσα, έκανε το πρώτο βήμα και άρχισε να σκέφτεται.

Ανάσαινε.

Σκεφτόταν.

Σαν πίδακας πετρελαίου άρχισαν οι σκέψεις να ξεπετάγονται και να γεμίζουν το μυαλό της μέχρι να ξεχειλίσει και να αρχίσουν τα δάκρυα να γλιστράνε πάνω στην απαλή της επιδερμίδα. Φεύγανε τα δάκρυα αλλά εκείνη ήξερε πως ήταν οι σκέψεις της οι οποίες πάλευαν να βγουν προς τα έξω, με όποιο κόστος.

Έκλαιγε.

Βαθιά ανάσα. Έφερε τα δυο της χέρια στο πρόσωπο της. Προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από τις παλάμες της, γνωρίζοντας όμως ότι δεν θα τα κατάφερνε. Προσπάθησε με μανία να σταματήσει τα μάτια της να στάζουν. Ανούσια.

Ηρέμησε.

Έκανε ακόμα ένα βήμα.

«και η μάχη τώρα ξεκινά. Πρόσωπο με πρόσωπο»

Φόρεσε τις μπότες της, πήρε το παλτό της και το ακούμπησε στους ώμους της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Δεν μίλησε. Δεν σκέφτηκε. Απλά χαμογέλασε. Ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει την καταιγίδα.

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Εγώ φταίω


«Εγώ φταίω που σου επέτρεψα να με διαβάσεις. Που σου επέτρεψα να κοιτάξεις την ψυχή μου και να την αναμοχλεύσεις. Εγώ φταίω που σε άφησα να αγγίξεις το σώμα μου, να αισθανθείς τις δονήσεις του εαυτού μου και να μυρίσεις τον φόβο μου. Εγώ φταίω που σου επέτρεψα να με αγκαλιάσεις και να μάθεις τις σκέψεις μου. Εγώ φταίω που σε κοίταξα στα μάτια»

Δίπλωσε προσεκτικά το χαρτί και το έβαλε βαθιά μέσα στην τσέπη της. Επέτρεψε στον εαυτό της να ξεθάψει από το πάτο του μυαλού της τις σκέψεις της αλλά δεν θα επέτρεπε να ξεγλιστρήσουν και από την τσέπη της οι σκέψεις της. Έβαλε δειλά το χέρι στην τσέπη της, το έκρυψε μέσα στις ιδρωμένη της παλάμη και έσφιξε με δύναμη ένα ένα τα δάχτυλά της. Αισθανόταν το χαρτί να μικραίνει, να συρρικνώνεται μέσα στην γροθιά της και για ένα δευτερόλεπτο αισθάνθηκε ανακούφιση. Αισθάνθηκε ότι το είχε βγάλει από μέσα της.

Για ένα και μοναδικό δευτερόλεπτο.

Κράτησε την γροθιά της σε στάση άμυνας και πέρασε από δίπλα του κρατώντας την αναπνοή της και ρουφώντας με δύναμη τα δάκρυα της.

Το δευτερόλεπτο πέρασε, η ανάσα της τελείωσε, τα δάκρυα της ξέφυγαν, οι σκέψεις επέστρεψαν.

Σταγόνες...




Παγωμένα συναισθήματα

Παγωμένες ελπίδες

Ανούσιες μάχες

Εκατοντάδες μικρές, διάφανες, καλοσχηματισμένες στάλες στρώθηκαν και πάγωσαν την καρδιά της. Γέμισε με παγωμένα συναισθήματα και ελπίδες. Ανούσιες μάχες καθημερινά με τον ίδιο της τον εαυτό για να καταφέρει να συνειδητοποιήσει.

Και πάλι όμως ανούσιες μικρές μάχες. Ανούσιες μικρές ήττες που συσσωρεύονται και καταλήγουν να γίνονται μεγάλες, επίπονες, τρομακτικές ήττες που σαν λεπίδες χαρακώνουν την αξιοπρέπεια της και την αφήνουν να προσπαθεί μάταια να ζεστάνει το πρόσωπο της με τα δάκρυα της… μάταιες προσπάθειες να κυλίσουν ορμητικά από τις μικρές κόγχες των ματιών της οι πολυπόθητες στάλες. Σα δροσοσταλίδες σε ροδοπέταλα κυλάνε από την καρδιά της μικρές, διάφανες, αλμυρές σταγόνες και πέφτουν μέσα στην άβυσσο του είναι της και κολλάνε εκεί. Γαντζώνονται με λύσσα και αρνούνται πεισματικά να βγουν προς τα έξω, να της επιτρέψουν να ξεσπάσει.

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Συναισθήματα μπλεγμένα μεταξύ τους…. Συναισθήματα.



Αλήθειες και ψέμματα.

Αγάπη και ανάγκη

Πάθος και μίσος.

Πόνος και δάκρυ

Ειρωνια και υποκρισία.

Ανάγκη

Συναισθήματα μπλεγμένα μεταξύ τους…. Συναισθήματα.

Καθόταν απέναντι του, πάντα έτσι συνέβαινε. Αρχίκα καθόταν απέναντι του, τον χάζευε, τον επεξεργαζόταν, προσπαθούσε μέσα από τις κινήσεις του να αντιληφθεί τι σκεφτόταν. Προσπαθούσε μέσα από τα μάτια του να ακούσει την ψυχή του και να αισθανθεί τα συναισθήματα του.

Ήρθε κοντά της, πάντα έτσι συνέβαινε, ερχόταν ξαφνικά και καθόταν κοντά της και λίγα λεπτά αργότερα την άγγιζε κιόλας. Πόλεμος ερωτημάτων μέσα στο κεφάλι της. Φιλία ή έρωτας. Γι αυτήν ήταν ξεκάθαρα όλα…γι αυτόν όμως οχι. Αυτή ήξερε ήταν έρωτας, πρωτόγνωρος, έντονος, αληθινός με πόνο μίσος αγάπη ανασφάλεια ανάγκη! Τόσο πρωτόγνωρος που δεν μπορούσε να τον διαχειριστεί. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει, να σκεφτεί, να μιλήσει. Τόσο πρωτόγνωρος, τόσο δυνατός, τόσο καινούριο συναίσθημα γι αυτήν.

Τα δάχτυλα του πέρασαν πάνω από τα δικά της. Ρίγη διαπέρασαν όλο το σώμα της και άρχισε να αισθάνεται ασφάλεια…ήταν δίπλα της. Αυτό το δευτερόλεπτο ήταν κοντά της, μπορούσε να πει ότι ήταν δικός της. Έστω για ένα δευτερόλεπτο. Τα ακροδάχτυλα του παρέμειναν πάνω στην παλάμη της. Ο χτύπος της καρδιάς του μπορούσε να γίνει αντιληπτός μέσα από το δέρμα της. Για μερικά δευτερόλεπτα έγινε ένα με εκείνον. Αυτό δεν είναι έρωτας άλλωστε; να παλεύεις να καταλάβεις τον άλλον και να γίνεις κομμάτι του….

Την πήρε αγκαλιά και εκείνη χάθηκε. Δεν σκεφτόταν. Μύριζε. Άγγιζε. Ρουφούσε το είναι του γιατί ήξερε πως μπορεί να είναι και η τελευταία φορά. Κάθε δευτερόλεπτο μία μάχη για να υπάρξει και ένα ακόμα δευτερόλεπτο. Και όλα αυτά μία δίνη μέσα στο μυαλό της. Και κάπου εκεί έρχεται η οργή, ο θυμός, ο πόνος, τα λάθη. Τα λάθη που γεμίζουν μικρές βαθιές χαρακιές στην καρδιά της, και στην δικιά του. Αμφιβολία

“Κράτησε με για πάντα εδώ. Άσε με να μυρίζω το δέρμα σου, άσε με να νιώσω την μυστηριώδη δύναμη που μπορεί να ασκήσει πάνω μου το άρωμα σου” μόνο αυτά σκεφτόταν και μπερδευόταν η αλήθεια με το παραμύθι.

Όσο και να προσπαθούσε, όσο και να πάλευε να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τα συναισθήματα της όσο και να ακροβατούσε στην ψευδαίσθηση και στην αλήθεια δεν μπορούσε…όταν κοιτούσε τα μάτια του, όταν άγγιζε τα δάχτυλα του, όταν μύριζε το άρωμα του…Όσο και να προσπαθούσε να μην ξεπεράσει τα όρια για να μην τον κάνει να αισθανθεί πίεση δεν μπορούσε γιατί τα μάτια του την κοιτούσαν και αυτή χανόταν στο άπειρο.

Μπερδεύτηκε η αλήθεια και έγινε ψευδαίσθηση.

Μπερδεύτηκε η ψευδαίσθηση και έγινε αλήθεια….

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Το λιγότερο δυνατόν πληγωμένη...


Έκλεισε τα μάτια της. Έκανε ένα βήμα μπροστά την φορά. Ένα μικρό, ανεπαίσθητο βήμα προς το μέρος του. Σήκωσε το χέρι της και το έφερε κοντά στο πρόσωπο του. Ένα χιλιοστό μακριά από την επιδερμίδα του ίσα να αισθάνεται την θέρμη του δέρματος του. Τον κοίταξε στα μάτια. Βαθιά μέσα στα δυο καστανά του μάτια, προσπαθώντας να φτάσει στην ψυχή του. Να τον καταλάβει. Δεν ήταν εύκολο. Βαθιά μέσα του για να ακούσει τα μυστικά του. Να ακούσει όσα ακόμα και ο ίδιος δεν ήξερε για τον εαυτό του.

Ήξερε την κατάληξη. Ήξερε πως δεν θα κέρδιζε τίποτα. Ο έρωτας άλλωστε είναι ένα παιχνίδι επικίνδυνο. Ο έρωτας είναι μία αιώνια μάχη με τα κύματα, συνεχώς βρίσκεις κάπου να χτυπήσεις αλλά μαζεύεις δυνάμεις και ξανά προσπαθείς και όλο αυτό οδηγεί στο άπειρο… με μόνο σωσίβιο την ελπίδα ότι στο τέλος θα καταφέρεις να βγεις το λιγότερο δυνατό πληγωμένος. «Το λιγότερο δυνατόν πληγωμένη» σκέφτηκε και το χέρι της ακούμπησε το πρόσωπο του, με μικρές κοφτές κινήσεις τσούλησε ως το στέρνο του και γαντζώθηκε πάνω στη καρδιά του. Μικρές κοφτές λέξεις. Μικρές κοφτές ανάσες για να μην χάσει την στιγμή. Μικρές κλεφτές ματιές για να μην χάσει την εικόνα. Μικρές αδύναμες λέξεις που ξεπρόβαλαν στην άκρη των χειλιών της. Τι είχε πει; Τι είχε αισθανθεί; …ποιος θυμάται;

Σαν ποτάμι, σαν χείμαρρος έτρεχαν οι σκέψεις της και όλα έβγαιναν σαν ορμητικός καταρράκτης από μέσα της. Τίποτα δεν κράτησε. Τίποτα δεν συγκράτησε. Έσφιξε την γροθιά της. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί. Τίποτα δεν μετάνιωσε. Τίποτα δεν αρνήθηκε. Σε τίποτα δεν υπερέβαλε.

…και μετά κενό. Το μόνο που άκουγε ήταν τους λυγμούς της. Την καρδιά του. Τις άρρυθμες ανάσες τους. …κενό.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Αν ήξερα...


Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σε έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σε αγκάλιαζα και θα σού έδινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.

Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου,


θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά.


Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σε έβλεπα, θα έλεγα Σ' Αγαπώ . . και δεν θα υπέθετα, ανόητα . . ότι το ξέρεις ήδη.



Gabriel Garcia Marquez

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Πληγωμένοι άνθρωποι...




"Πληγωμένες καρδιές είμαστε όλοι. Πληγωμένοι άνθρωποι. Πληγωμένες ψυχές" αυτή ήταν η τελευταία του ατάκα πριν της κλείσει την πόρτα και φύγει για πάντα από την ζωή της... έμεινε να κοιτάει την ξεφλουδισμένη μπορντό πόρτα με το μεταλλικό χειροποίητο πόμολο. έμεινε έτσι λεπτά ολόκληρα, χωρίς να μπορεί να κουνηθεί, χωρίς να θέλει να αναπνεύσει, χωρίς να θέλει να περάσει η ζωή της στο επόμενο λεπτό γιατί αυτό που ζούσε θα γινόταν παρελθόν και αμέσως θα γινόταν δεδομένο.

"Πληγωμένες καρδιές είμαστε όλοι. Πληγωμένοι άνθρωποι. Πληγωμένες ψυχές" η ατάκα η οποία ξέφυγε από τα χείλια του γυρνούσε σαν δαιμονισμένη μέσα στο κεφάλι της και χτυπούσε ανελέητα μέσα της δημιουργώντας ηχό η οποία επαναλάμβανε κάθε λέξη..."πληγωμένοι άνθρωποι" σκέφτηκε... "τι είναι ένας πληγωμένος άνθρωπος, πως πληγώνεται, πως πονάει, πως είναι σίγουρος ότι πληγώθηκε και ότι δεν πλήγωσε;" είπε πλέον δυνατά και αμέσως πέρασε την ζωή της στο επόμενο λεπτό μετά το κλείσιμο αυτής της πόρτας. Ασυναίσθητα έγραψε στο τετραδιακι της ζωής της σαν δεδομένο το κλείσιμο αυτού του κεφαλαίου και υπογράμμισε με έντονο χρώμα αυτές τις λέξεις.

"πληγωμένες ψυχές..." σκέφτηκε και επιτέλους καυτές σταγόνες άρχισαν να κυλάνε από τα μεγάλα γκρίζα μάτια της και έφταναν μέχρι τα χείλια της. πλέον άκουγε καθαρά το χτύπημα της πόρτας, μύριζε το χρώμα που ξεφλούδισε και πετούσαν στον αέρα μικρά κομμάτια...και γευόταν το αλμυρό υγρό που έμπαινε βίαια μέσα στο στόμα της θερμαίνοντας το παγωμένο σώμα της.

Σαν δυνατή σφαλιάρα επέστρεφε το παρελθόν της στη μνήμη της. Ένα τυχαίο άρωμα που γέμισε τα ρουθούνια της για ένα δευτερόλεπτο ήταν αρκετό για να καταφέρει να ξυπνήσει μνήμες τις οποίες είχε θάψει καλά στο πίσω μέρος του μυαλού της και επιμελώς πάλευε καθημερινά να μην τις ξεθάψει. Μία στιγμή ήταν αρκετή για να την κάνει να κλειστεί στον εαυτό της ξανά...


Πέμπτη 12 Μαΐου 2011

οι αναμνήσεις είναι καλό κρησφύγετο...



φοβάμαι να αισθανθώ.
φοβάμαι να το πω
να το πιστέψω

ο φόβος πλέον είναι μόνος σ αυτή τη παγωμένη φωλια συναισθημάτων
όλα τα άλλα πέταξαν μαζί σου.
μόνο αναμνήσεις επιτρέπω να με επισκεφτουν γιατί φοβάμαι να αισθανθώ.

ένα ένα τα συναισθήματα έφυγαν.
ένα ένα έκλεισαν με δύναμη την πόρτα πίσω τους και άφησαν μόνο τον φόβο να παλεύει με τις αναμνήσεις.
ποιος θέλει να τα βάλει με τον φόβο;
ποιος τολμάει να τραβηξει το μαχαίρι από μία πληγωμένη καρδιά και να παρατηρήσει το ρυάκι που θα χαράξει η σταγόνα από το αίμα;
όχι εγω.. ίσως εσύ...
ποιος έχει το θάρρος να αντικρίσει τα συναισθήματα κατάματα και να πει "είμαι εδώ";
όχι εγώ...ίσως εσύ
οι αναμνήσεις είναι καλό κρησφύγετο...

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Επανάληψη



Ο χειρότερος μου φόβος είναι μην ξεχάσω την εικόνα σου, μην ξεχάσω τη χροιά της φωνής σου, τη θέρμη της αγκαλιάς σου.

Ο χειρότερος μου φόβος πλέον είναι μην χάσω κάποια από τα δάκρυα για σένα, μην ξεχάσω, μην σταματήσω να σε αγαπώ.

Ο χειρότερος μου φόβος είναι μην σταματήσεις να υπάρχεις μέσα μου, μέσα στη καρδιά μου, στην ψυχή μου, μην σταματήσει να χαιδεύει η φωνή σου το μυαλό μου.


Μην σταματήσουν οι αναμνήσεις να γρατζουνάνε το μέσα μου μην σταματήσω να ματώνω στη σκέψη σου.


Ο χειρότερος μου φόβος είναι μην χαθείς.


Ένα παλιό, κιτρινισμένο πλέον, χαρτί με αυτά τα λόγια βρισκότανμέσα στο πορτοφόλι της. Κάθε 19 του μήνα το έβγαζε, το διάβαζε και το ξανα έβαζε στη θέση του. Ευλαβικά, με αργές κινήσεις το ξέθαβε από τη κρυψώνα του, το ξεδίπλωνε αργά και προσεχτικά για να μην σκίσει το ταλαιπωρημένο χαρτί. Το ακουμπούσε στο άγριο ξύλο του τραπεζιού και με το χέρι της το ίσιωνε. Προσεκτικά. Διάβαζε μία μία τις λέξεις και πότιζε το χαρτί με τα δάκρυα της. Κάθε λέξη χαραζόταν στο δέρμα της και οι πόροι, τις απορροφούσαν σαν να ήταν μελάνι, μέχρι να κυλήσουν στις φλέβες της και να καταλήξουν στην καρδιά της. Έπειτα το δίπλωνε και πάλι προσεκτικά και το έκλεινε μέσα στο πορτοφόλι της. Το ίδιο και το ίδιο κάθε φορά. Την ίδια ώρα, κοιτώντας τη δύση του ηλιου. Σκεφτόμενη εκείνη τη μέρα. Κάθε μήνα το ίδιο. Για πάντα. Το ήξερε.